13 Νοε 2011

Σκέψεις περί Παρμενίδη Πλάτωνος

Σύντομη περίληψη
Ο Παρμενίδης αναλύει την υπόθεση ύπαρξης του ενός, σε διαλογική συζήτηση. Με διαδοχικές ερωταποκρίσεις αποδεικνύει ότι αν το ένα υφίσταται, δεν μπορεί να οριστεί με όρους ομοιότητας-ανομοιότητας, μεγέθους, χρόνου, μεταβολής και αλλοίωσης. Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι αν το ένα υφίσταται, μετέχει της ουσίας, αλλά αφού είναι ένα τότε δεν θα διαφέρει από την ουσία στην οποία μετέχει.

Ωστόσο, όσο διεξοδικότερα (τόσο αναλυτικά που καταντά δύστροπα κουραστικό) αναλύει τις ιδιότητες του ενός και τη συνδιαλλαγή του με τα πολλά, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ένα με τα πολλά δεν μπορεί να έχουν καμία συνδιαλλαγή. Και αυτό, μολονότι η παραδοχή ότι τα πολλά μετέχουν στην ουσία θεωρείται αυτονόητη και παρόλο που, στην αλληλουχία των συμπερασμάτων, φαίνεται ότι χωρίς ένα, δεν μπορούν να υπάρχουν τα πολλά.

Μια σειρά λοιπόν λογικών αντιφάσεων μας κάνει να σκεφτούμε ότι ακόμα και αν υπάρχει το ένα, σε σχέση με τα πολλά θα είναι σαν να μην υπάρχει. Αλλιώς διατυπωμένο, ύπαρξη και ανυπαρξία του ενός είναι ένα και το αυτό! Κλείνει με την εξής φράση: "Ειρήσθω τοίνυν τούτο τε και ότι, ως έοικεν, εν είτ' εστίν είτε μη εστίν, αυτό τε και τάλλα και προς αυτά και προς άλληλα πάντα παντώς εστί τε και ουκ έστι και φαίνεται τε και ου φαίνεται"

Προσωπικοί Συνειρμοί
Ο Παρμενίδης, αναδεικνύει κατά τη γνώμη μου την ποιητική διάσταση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Είναι πολλά τα σημεία, ιδιαίτερα στην αρχή, που εναρμονιζόμενος με τον ρυθμό των συμπερασμάτων, αισθάνεσαι περισσότερο, παρά κατανοείς, σαν να διαβάζεις ένα σουρεαλιστικό ποίημα. Είναι βέβαια και στιγμές που ο διάλογος γίνεται ιδιαίτερα στριφνός και βαρετός, αλλά αυτό είναι το τίμημα του να τα εξετάζει όλα με ακρίβεια για να μην αφήνει την παραμικρή χαραμάδα λογικού κενού.

Διαβάζοντας τον Παρμενίδη μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η ρήση του Εκκλησιαστή από την Παλαιά Διαθήκη: "Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης." Η ματαιότητα αυτή είναι σωτηρία, γιατί σημαίνει ότι τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να διαταράξει την ουσία της ύπαρξης. Επίσης, κάτι που έχω ακούσει ότι έχει πει ο Νίτσε: "Αλήθεια είναι τούτο το είδος της πλάνης, άνευ της οποίας είναι αδύνατη η ύπαρξη των όντως όντων ως τέτοιων" Έτσι λοιπόν η παραδοχή του Θεού, όχι απλά δεν αποκλείει, αλλά ίσα-ίσα καταδεικνύει πλήρως το τυχαίο της δημιουργίας και από άποψη αφετηρίας και από άποψη σκοπού.

Αφού λοιπόν το ένα μένει αδιατάρρακτο, μας επιτρέπεται να εντάσσουμε τους εαυτούς σε οποιαδήποτε κοσμοθεωρία, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι μια πλάνη μεν, με ουσιώδεις προεκτάσεις για τη ζωή μας δε. Και αν κατά πρώτο μας αφήνει ελεύθερους να μελετάμε τη φύση επιστημονικώς χωρίς καμιά προϋπόθεση και να αντιλαμβανόμαστε τους φυσικούς νόμους, μας επιτρέπει και οποιαδήποτε μεταφυσική θεώρηση του κόσμου. Λέγοντας μεταφυσική, δεν εννοούμε καμιά μαγεία, αλλά τη θεώρηση του κόσμου σαν ένα. Γιατί είτε τον αντιλαμβάνεσαι ως ένα ή ως πολλά, είτε θεωρητικώς δηλώνεις πίστη σε ύπαρξη Θεού, ή δηλώνεις άθεος, κάνεις αναπόφευκτα μια μεταφυσική επιλογή και εντάσεις τον εαυτό σου σε μια κοσμοθεωρία. Όσο θυμάσαι ότι η κοσμοθεωρία αυτή είναι απλά μια πλάνη, ελευθερώνεσαι.

Σύμφωνα με το παραπάνω νόημα του λόγου, κατανοώ το Σωκρατικό "εν οίδα ότι ουδέν οίδα", το μύθο των πρωτόπλαστων (κόλαση είναι η εμμονή στο γνωστό "καλό ή κακό" που καλύπτει τη γύμνια μας και δεν μας επιτρέπει την επικοινωνία με τον Θεό - έμπνευση) αλλά και το "πάντα ρει και ουδέν μένει" του Ηρακλείτου. Η γνώση δεν είναι κάτι στατικό. Είναι πάνω απ' όλα ρυθμός, αρμονία, έμπνευση. Δεν είναι ανακάλυψη κάτι σταθερού. Είναι η νοηματοδότηση ενός κόσμου σε συνεχή κίνηση, ενός κόσμου ανοικτού σε πολλές ερμηνείες.

Αν ορίσουμε την εναρμόνισή μας με τον ρυθμό αυτόν, αρετή, τη δυσαρμονία μπορούμε να αποκαλέσουμε αμαρτία. Και θεωρώ ότι όταν είσαι εναρμονισμένος, είναι σαν να ήσουν και σαν να πρόκειται να είσαι πάντα, ενώ όταν πέφτεις στη δυσαρμονία, φαίνεται σαν η αρμονία να μην υπήρξε ποτέ.

Η συνδιαλλαγή λοιπόν με τον εαυτό μας και με τους άλλους με όρους αρμονίας, προϋποθέτει τον απόλυτο σεβασμό στις ψευδαισθήσεις τις δικές μας και των άλλων, έτσι ώστε να προσπαθούμε να κατανοούμε όλες τις απόψεις σύμφωνα με την ανώτερη έννοια με την οποία μπορούν να μας προικίσουν και έτσι ώστε να αποζητούμε την ανταλλαγή των ψευδαισθήσεών μας σε έναν εννοιολογικό χορό, που δεν επιτρέπει στις αντιλήψεις μας να παλιώνουν, να μουχλιάζουν και να βαραίνουν, αλλά που τις ανανεώνει και τις εναρμονίζει όχι απλά με όρους κίνησης, αλλά και με όρους αμοιβαίας συγκίνησης.