18 Δεκ 2011

HANNAH ARENDT "ΠΕΡΙ ΒΙΑΣ" (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) - Περίληψη

"Από πολιτική άποψη, δεν αρκεί να πούμε ότι δύναμη και βία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα΄όπου η μια επικρατεί απόλυτα ή άλλη απουσιάζει. Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η δύναμη κινδυνεύει, αλλά, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της δύναμης. Η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει".

"Η δύναμη είναι εντελώς ζωτική για κάθε κυβέρνηση, ενώ η βία όχι. Η βία είναι φύσει εργαλειακή΄ όπως όλα τα μέσα, έχει πάντα ανάγκη καθοδήγησης και δικαιολόγησης από το σκοπό που επιδιώκει. Και ό,τι χρειάζεται δικαιολόγηση από κάτι άλλο, δεν μπορεί να είναι ποτέ η ουσία κανενός πράγματος. ... Η δύναμη δεν χρειάζεται δικαιολόγηση, καθώς είναι συμφυής με την ίδια την ύπαρξη των πολιτικών κοινοτήτων' αυτό που χρειάζεται, είναι νομιμοποίηση".

Πώς οδηγείται η συγγραφέας στα ανωτέρω συμπεράσματα; Ας δούμε πρώτα τους ορισμούς που δίνει:

Δύναμη (power): Αντιστοιχεί στην ικανότητα του ανθρώπου, όχι απλώς να πράττει, αλλά να πράττει από κοινού. Η δύναμη δεν είναι ποτέ κτήμα ενός ατόμου' ανήκει σε μια ομάδα και συνεχίζει να υπάρχει μόνο όσο καιρό η ομάδα μένει μαζί.

Η βία (violence) διακρίνεται για τον εργαλειακό χαρακτήρα της. Φαινομενολογικά βρίσκεται κοντά στη ρώμη (strength ατομική κραταιότητα) , αφού τα όργανα της βίας σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό της φυσικής ρώμης, μέχρις ότου γίνουν ικανά να την υποκαταστήσουν.

H ακραία μορφή δύναμης είναι το όλοι εναντίον ενός, η ακραία μορφή βίας είναι το ένας εναντίον όλων.


Αφορμή για τη συγγραφή του δοκιμίου στάθηκαν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του ΄68.

Επισημαίνει πρώτα απ' όλα πόσο τρομακτικό είναι το σταθερά αυξανόμενο γόητρο των εμπειρογνωμόνων με επιστημονική νοοτροπία που μετέχουν σε κυβερνητικά συμβούλια. (Προσοχή, ήδη από το 1970!) Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι αντί να σκέπτονται, λογαριάζουν τις συνέπειες ορισμένων υποθετικών μοντέλων. Αυτό που εμφανίζεται αρχικά ως υπόθεση μετατρέπεται άμεσα σε δεδομένο, το οποίο γεννά στη συνέχεια μια σειρά παρόμοιων "μη δεδομένων", με αποτέλεσμα να ξεχνιέται ο καθαρά εικοτολογικός χαρακτήρας της όλης επιχείρησης. Αυτό μπορεί να μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι κατανοούμε γεγονότα και ελέγχουμε τη ροή τους, χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απλά, λόγω της εσωτερικής τους συνοχής επιδρούν υπνωτικά και αποκοιμίζουν την κοινή λογική. (Για την σχέση των παραπάνω με τη σύγχρονη πραγματικότητα της Ε.Ε., ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε!)

Αν δούμε την ιστορία ως μια συνεχή μηχανική χρονολογική διαδικασία, της οποίας η "τεχνοκρατική πρόοδος" είναι αναπόφευκτη, η βία μπορεί να εμφανίζεται ως η μόνη δυνατή διακοπή. Ωστόσο, είναι αποστολή κάθε αυθεντικής πράξης, κατ' αντιδιαστολή προς την απλή συμπεριφορά, να διακόπτει αυτό που αλλιώς θα είχε προχωρήσει αυτομάτως και συνεπώς προβλέψιμα.


Ιστορικά, σπάνια το θέμα της βίας αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης, ακριβώς γιατί θεωρήθηκε σύμφυτη με την ανθρώπινη δραστηριότητα.

Για τον Μαρξ ο ρόλος της βίας ήταν δευτερεύων' δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν. Αντίθετα η νέα αριστερά συμπίπτει με τη εντελώς μη μαρξική πεποίθηση που διακύρηξε ο Μάο, ότι "η δύναμη απορρέει από την κάννη ενός όπλου". Στα μη μαρξικά πλαίσια εκθειασμού της βίας κινήθηκε ο Σορέλ (η πρότασή του για γενική απεργία, θεωρήθηκε στην εποχή της ακραία βίαιη) αλλά κυρίως ο Σαρτρ που όχι μόνο εξυμνεί τη βία, αλλά δείχνει να αγνοεί τη βασική διαφωνία του με τον Μαρξ στο ζήτημα αυτό. Η μετατόπιση αυτή των επαναστατών προς την πλευρά της βίας, πέρασε απαρατήρητη.


Πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι ιδιαίτερα δελεαστικό να να σκεπτόμαστε τη δύναμη με όρους διαταγής και υπακοής και ως εκ τούτου να εξισώνουμε τη δύναμη με τη βία, αλλά αυτό είναι μόνο μια ειδική περίπτωση δύναμης, η δύναμη της κυβέρνησης. Ας το δούμε όμως από την πλευρά της επανάστασης.

Σε έναν αγώνα βίας ενάντια στη βία, η υπεροχή της κυβέρνησης υπήρξε πάντοτε απόλυτη. Αυτή όμως η υπεροχή διαρκεί μόνο όσο παραμένει ανέπαφη η δομή της ισχύος της κυβέρνησης - δηλαδή όσο οι διαταγές εκτελούνται και οι στρατιωτικές ή αστυνομικές δυνάμεις είναι διατεθειμένες να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Όταν αυτό πάψει να ισχύει, η κατάσταση μεταβάλλεται άρδην. Όταν οι διαταγές όμως παύουν να εκτελούνται, τα βίαια μέσα είναι άχρηστα. Όπου η δύναμη βρίσκεται σε αποσύνθεση, οι επαναστάσεις είναι δυνατές αλλά όχι αναγκαίες.

Ποτέ δεν υπήρξε κυβέρνηση που να βασίζεται αποκλειστικά σε μέσα βίας. Ακόμα και δεσποτικά καθεστώτα στηρίζονται σε μια ανώτερη οργάνωση της δύναμης, δηλαδή στην οργανωμένη αλληλεγγύη των δεσποτών.

Σε μια μετωπική σύγκρουση βίας και δύναμης η έκβαση δεν είναι καθόλου αβέβαιη. Ωστόσο η υποκατάσταση της δύναμης από τη βία μπορεί να φέρει τη νίκη, αλλά το τίμημα είναι πολύ μεγάλο. Δεν το πληρώνει μόνο ο ηττημένος, αλλά και ο νικητής όσον αφορά τη δική του δύναμη. Γι΄ αυτό και δημοκρατικά καθεστώτα έχουν σοβαρούς λόγους να δείξουν αυτοσυγκράτηση στη βίαια καταστολή σε αντίθεση με τα απολυταρχικά. Στα απολυταρχικά καθεστώτα η χρήση βίας αποδυναμώνει τόσο πολύ την κοινωνία, στα όρια κοινωνικής ατομοποίησης, όπου το μόνο όργανο άσκησης εξουσίας γίνεται η τρομοκρατία.

Συνοψίζοντας, η Άρεντ ισχυρίζεται ότι η βία έχει ένα πολύ περιορισμένο πεδίο δράσης. Είναι αναγκαία μόνο όταν εκτελεί σκοπούς άμεσους. Επίσης, υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα της βίας, όταν χρησιμοποιείται για ¨επικοινωνιακούς" σκοπούς να αναδείξει δηλαδή ένα πρόβλημα, είναι τελείως τυχαία και συχνά αφορούν ανούσιες μεταρρυθμίσεις που απλά καταλαγιάζουν την ένταση.

Συμπεράσματα

Ένα εξαίσιο παράδειγμα των λεγομένων της Άρεντ, θεωρώ ότι είναι ο αγώνας των Ζαπατίστας, όπως τον γνώρισα από μια συζήτηση του υποδιοικητή Μάρκος με τον Ιγνάσιο Ραμονέ. Ο υποδιοικητής Μάρκος υποστήριξε ότι ο ένοπλος αγώνας θα έπρεπε να ήταν όσο το δυνατόν λιγότερος, γι' αυτό και διήρκησε μόλις 11 ημέρες. Διαφορετικά πίστευε ότι η επανάσταση θα έχανε το σκοπό της αναπόδραστα. Και σημείωσε ότι όποιος προωθεί τις ιδέες του με όπλα, έχει σίγουρα έλλειμμα ιδεών.

Προσωπικά πιστεύω ότι η βίαιη αντίδραση, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι η δικαιολόγηση της κρατικής βίας. Η αντίδραση σε μια τεχνοκρατικά αζωική κοινωνία που τείνει να επιβληθεί, είναι η κοινωνική δράση που ενώνει τους ανθρώπους σε κοινούς σκοπούς. Σε μια τέτοια δράση, οποιαδήποτε προσπάθεια κρατικής καταστολής, εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Η δύναμη δεν επιβάλλεται. Η δύναμη εμπνέεται. Κι αυτό μπορεί να συμβεί στο "δρόμο", δηλαδή σε όλες μας τις ανθρώπινες και κοινωνικές διαδράσεις. Για να κερδίσεις ένα αζωικό κατεστημένο, πρέπει πρώτα απ' όλα να το αιφνιδιάσεις με αυθόρμητη και γόνιμη δράση. Οι βίαιες συγκρούσεις τείνουν να καταντήσουν μια κοινοτυπία στην οποία τα καθεστώτα έχουν αναπτύξει αντισώματα, πέραν του γεγονότος ότι φαίνονται και οι ίδιες το ίδιο αζωικές. Αν η απόγνωση και η βία είναι οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να ενώσουν μαζικές αντιδράσεις, δεν σημαίνει ότι η βία ήταν η δύναμή τους. Σημαίνει ότι δυστυχώς η αυθεντικά δυναμική κινητοποίηση άργησε πολύ, έτσι ώστε να μην αποτρέψει την απόγνωση, με συνέπεια να μην μπορέσει να προσπαθήσει να ανατρέψει τις συνθήκες χωρίς οι σκοποί της να υποστούν την έκπτωση που ορίζουν τα βίαια μέσα.

Εν τέλει πιστεύω ότι η περιβόητη αυτή φράση του Μαρξ "βία είναι η μαμή της ιστορίας" συνοψίζει ακριβώς αυτό. Πρώτον στη μαμή δεν υπάρχει καμιά γονιμότητα. Εμπλέκεται μόνο εκεί που η γέννα, στην τελική της έκβαση, παρουσιάζει επιπλοκές. Με άλλα λόγια η βία έρχεται φυσικά, όταν το "παλιό" αντιδρά στο 'καινούριο" που έρχεται βάζοντάς του προσκόμματα, τα οποία το "καινούριο" σαρώνει στο πέρασμά του. Το "καινούριο" όμως αυτό έχει γεννηθεί από τελείως άλλα πράγματα. Από την αλληλεγγύη του κοινού σκοπού και από τη δύναμη που εμπνέει οι κοινή δράση.

5 Δεκ 2011

Φιλοσοφία στην Πολιτική

Αποστρέφομαι τους τακτικισμούς στην πολιτική. Ακόμη περισσότερο όμως, αποστρέφομαι όσους διακηρύσσουν ότι πολιτική χωρίς τακτικισμούς δεν νοείται.

Πιστεύω πως αυτό ακριβώς εννοούσε ο Πλάτων όταν έγραφε ότι πολιτικοί πρέπει να είναι οι φιλόσοφοι. Όπως κατανοώ τον Πλάτωνα, φιλόσοφος ορίζεται αυτός που είναι σε αρμονία με την αρετή. Οι τακτικισμοί αποτελούν κραυγαλέα παραφωνία στην αρμονία αυτή. Αυτό είναι κάτι που ένας φιλόσοφος δεν θα το άντεχε ποτέ.

Δεν είναι θέμα ηθικολογίας, εγκράτειας, υπακοής σε "πνευματικούς νόμους" ή καταπίεσης. Είναι η αναγνώριση της διαδικασίας της ζωής ως ρυθμού. Μια τίγρης, όσο πολύ κι αν πεινάσει, δεν πρόκειται ποτέ να φάει ποπ-κορν.

13 Νοε 2011

Σκέψεις περί Παρμενίδη Πλάτωνος

Σύντομη περίληψη
Ο Παρμενίδης αναλύει την υπόθεση ύπαρξης του ενός, σε διαλογική συζήτηση. Με διαδοχικές ερωταποκρίσεις αποδεικνύει ότι αν το ένα υφίσταται, δεν μπορεί να οριστεί με όρους ομοιότητας-ανομοιότητας, μεγέθους, χρόνου, μεταβολής και αλλοίωσης. Η πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι αν το ένα υφίσταται, μετέχει της ουσίας, αλλά αφού είναι ένα τότε δεν θα διαφέρει από την ουσία στην οποία μετέχει.

Ωστόσο, όσο διεξοδικότερα (τόσο αναλυτικά που καταντά δύστροπα κουραστικό) αναλύει τις ιδιότητες του ενός και τη συνδιαλλαγή του με τα πολλά, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ένα με τα πολλά δεν μπορεί να έχουν καμία συνδιαλλαγή. Και αυτό, μολονότι η παραδοχή ότι τα πολλά μετέχουν στην ουσία θεωρείται αυτονόητη και παρόλο που, στην αλληλουχία των συμπερασμάτων, φαίνεται ότι χωρίς ένα, δεν μπορούν να υπάρχουν τα πολλά.

Μια σειρά λοιπόν λογικών αντιφάσεων μας κάνει να σκεφτούμε ότι ακόμα και αν υπάρχει το ένα, σε σχέση με τα πολλά θα είναι σαν να μην υπάρχει. Αλλιώς διατυπωμένο, ύπαρξη και ανυπαρξία του ενός είναι ένα και το αυτό! Κλείνει με την εξής φράση: "Ειρήσθω τοίνυν τούτο τε και ότι, ως έοικεν, εν είτ' εστίν είτε μη εστίν, αυτό τε και τάλλα και προς αυτά και προς άλληλα πάντα παντώς εστί τε και ουκ έστι και φαίνεται τε και ου φαίνεται"

Προσωπικοί Συνειρμοί
Ο Παρμενίδης, αναδεικνύει κατά τη γνώμη μου την ποιητική διάσταση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Είναι πολλά τα σημεία, ιδιαίτερα στην αρχή, που εναρμονιζόμενος με τον ρυθμό των συμπερασμάτων, αισθάνεσαι περισσότερο, παρά κατανοείς, σαν να διαβάζεις ένα σουρεαλιστικό ποίημα. Είναι βέβαια και στιγμές που ο διάλογος γίνεται ιδιαίτερα στριφνός και βαρετός, αλλά αυτό είναι το τίμημα του να τα εξετάζει όλα με ακρίβεια για να μην αφήνει την παραμικρή χαραμάδα λογικού κενού.

Διαβάζοντας τον Παρμενίδη μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η ρήση του Εκκλησιαστή από την Παλαιά Διαθήκη: "Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης." Η ματαιότητα αυτή είναι σωτηρία, γιατί σημαίνει ότι τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να διαταράξει την ουσία της ύπαρξης. Επίσης, κάτι που έχω ακούσει ότι έχει πει ο Νίτσε: "Αλήθεια είναι τούτο το είδος της πλάνης, άνευ της οποίας είναι αδύνατη η ύπαρξη των όντως όντων ως τέτοιων" Έτσι λοιπόν η παραδοχή του Θεού, όχι απλά δεν αποκλείει, αλλά ίσα-ίσα καταδεικνύει πλήρως το τυχαίο της δημιουργίας και από άποψη αφετηρίας και από άποψη σκοπού.

Αφού λοιπόν το ένα μένει αδιατάρρακτο, μας επιτρέπεται να εντάσσουμε τους εαυτούς σε οποιαδήποτε κοσμοθεωρία, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι μια πλάνη μεν, με ουσιώδεις προεκτάσεις για τη ζωή μας δε. Και αν κατά πρώτο μας αφήνει ελεύθερους να μελετάμε τη φύση επιστημονικώς χωρίς καμιά προϋπόθεση και να αντιλαμβανόμαστε τους φυσικούς νόμους, μας επιτρέπει και οποιαδήποτε μεταφυσική θεώρηση του κόσμου. Λέγοντας μεταφυσική, δεν εννοούμε καμιά μαγεία, αλλά τη θεώρηση του κόσμου σαν ένα. Γιατί είτε τον αντιλαμβάνεσαι ως ένα ή ως πολλά, είτε θεωρητικώς δηλώνεις πίστη σε ύπαρξη Θεού, ή δηλώνεις άθεος, κάνεις αναπόφευκτα μια μεταφυσική επιλογή και εντάσεις τον εαυτό σου σε μια κοσμοθεωρία. Όσο θυμάσαι ότι η κοσμοθεωρία αυτή είναι απλά μια πλάνη, ελευθερώνεσαι.

Σύμφωνα με το παραπάνω νόημα του λόγου, κατανοώ το Σωκρατικό "εν οίδα ότι ουδέν οίδα", το μύθο των πρωτόπλαστων (κόλαση είναι η εμμονή στο γνωστό "καλό ή κακό" που καλύπτει τη γύμνια μας και δεν μας επιτρέπει την επικοινωνία με τον Θεό - έμπνευση) αλλά και το "πάντα ρει και ουδέν μένει" του Ηρακλείτου. Η γνώση δεν είναι κάτι στατικό. Είναι πάνω απ' όλα ρυθμός, αρμονία, έμπνευση. Δεν είναι ανακάλυψη κάτι σταθερού. Είναι η νοηματοδότηση ενός κόσμου σε συνεχή κίνηση, ενός κόσμου ανοικτού σε πολλές ερμηνείες.

Αν ορίσουμε την εναρμόνισή μας με τον ρυθμό αυτόν, αρετή, τη δυσαρμονία μπορούμε να αποκαλέσουμε αμαρτία. Και θεωρώ ότι όταν είσαι εναρμονισμένος, είναι σαν να ήσουν και σαν να πρόκειται να είσαι πάντα, ενώ όταν πέφτεις στη δυσαρμονία, φαίνεται σαν η αρμονία να μην υπήρξε ποτέ.

Η συνδιαλλαγή λοιπόν με τον εαυτό μας και με τους άλλους με όρους αρμονίας, προϋποθέτει τον απόλυτο σεβασμό στις ψευδαισθήσεις τις δικές μας και των άλλων, έτσι ώστε να προσπαθούμε να κατανοούμε όλες τις απόψεις σύμφωνα με την ανώτερη έννοια με την οποία μπορούν να μας προικίσουν και έτσι ώστε να αποζητούμε την ανταλλαγή των ψευδαισθήσεών μας σε έναν εννοιολογικό χορό, που δεν επιτρέπει στις αντιλήψεις μας να παλιώνουν, να μουχλιάζουν και να βαραίνουν, αλλά που τις ανανεώνει και τις εναρμονίζει όχι απλά με όρους κίνησης, αλλά και με όρους αμοιβαίας συγκίνησης.